- άσιαχτος
- η , ο неустроенный;неупорядоченный, запущенный;
έχω άσιαχτα τα μαλλιά μου — у меня волосы в беспорядке, я не причёсан(а)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω άσιαχτα τα μαλλιά μου — у меня волосы в беспорядке, я не причёсан(а)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσιαχτος — άσιαχτος, η, ο και άσαχτος, η, ο ακατασκεύαστος, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ακόμη άσιαχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη … Dictionary of Greek